απονενοημένος

απονενοημένος
η , ο[ν] отчаянный, безрассудный;

απονενοημένο[ν] διάβημα — безрассудный шаг;

απονενοημένη απόπειρα — отчаянная попытка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απονενοημένος" в других словарях:

  • απονενοημένος — η, ο βλ. απονοούμαι …   Dictionary of Greek

  • ἀπονενοημένος — ἀπονοέομαι have lost all sense perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονοούμαι — ἀπονοοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. χάνω τον νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ 2. βρίσκομαι σε απόγνωση, σε απελπισία II. η μετοχή πρκμ. απονενοημένος, η, ο (αρχ. μσν., ος, ον) απεγνωσμένος, απελπισμένος αρχ. πρόστυχος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + νοούμαι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»